μονολιθικός — ή, ό [μονόλιθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονόλιθο 2. κατασκευασμένος ή σχηματισμένος από έναν μόνο λίθο: 3. μτφ. συμπαγής, στερεός, ακλόνητος … Dictionary of Greek
οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… … Dictionary of Greek
ακρομόλιο — Η άκρη του μόλου προς την πλευρά της ανοιχτής θάλασσας. Επειδή η δύναμη με την οποία σπάζουν τα κύματα στο σημείο αυτό είναι πολύ μεγάλη, και επειδή εκεί χτίζεται συνήθως ο φάρος, το υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του, καθώς επίσης… … Dictionary of Greek
Λυσικράτη, μνημείο του- — Μνημείο της αρχαίας Αθήνας, χορηγός του οποίου υπήρξε ο Αθηναίος πολίτης Λυσικράτης (4ος αι. π.Χ.). Η ανέγερσή του χρονολογείται στο 335/4 π.Χ. Πάνω σε αυτό τοποθετήθηκε ένας χάλκινος τρίποδας με τον οποίο είχε βραβευθεί ο Λυσικράτης. Το μνημείο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… … Dictionary of Greek